δαφνικός

δαφνικός
-ή, -ό [δάφνη]
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό τού δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՐԴԵՆԵԱՆ — ( ) NBH 2 0700 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 13c ա. ՍԱՐԴԵՆԵԱՆ ՍԱՐԴԵՆԻ. δάφνινος, δαφνικός laureus. Դափնիդեայ, դափնական. *Ոչ դաբնի դա սարդենեան, այլ յարմատոց մեզ սաբեկան. Մագ. ոտ. խչ.: *Զսոսա միայն սարդենի պսակօք պսակելով. Պղատ. օրին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱՐԴԵՆԻ — ( ) NBH 2 0700 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 13c ա. ՍԱՐԴԵՆԵԱՆ ՍԱՐԴԵՆԻ. δάφνινος, δαφνικός laureus. Դափնիդեայ, դափնական. *Ոչ դաբնի դա սարդենեան, այլ յարմատոց մեզ սաբեկան. Մագ. ոտ. խչ.: *Զսոսա միայն սարդենի պսակօք պսակելով. Պղատ. օրին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”